Κυριακή 31 Ιανουαρίου 2016

Νίτσε (Nietzsche), o φιλόσοφος πρόκληση


Ο Φρίντριχ Νίτσε γεννήθηκε το 1844 σε ένα ήσυχο χωριουδάκι στο ανατολικό τμήμα της Γερμανίας, όπου - γενιές ολόκληρες - οι πρόγονοί του ήταν βοσκοί. Τα πήγε εξαιρετικά καλά τόσο στο σχολείο όσο και στο πανεπιστήμιο και έτσι διακρίθηκε στα Αρχαία Ελληνικά (ένα πολύ διάσημο αντικείμενο, στα χρόνια του), τα οποία των ανέδειξαν καθηγητή στο Πανεπιστήμιο της Βασιλείας (Ελβετία), όταν ακόμα ήταν μόνο είκοσι ετών.

Ωστόσο στην επίσημη καριέρα του τα πράγματα δεν πήγαν και τόσο καλά. Αγανακτισμένος με τους συναδέλφους ακαδημαϊκούς, εγκατέλειψε τη δουλειά του και μετακόμισε στην Ελβετία και την Ιταλία, όπου έζησε σεμνά και συχνά μόνος. Η απόρριψη που έζησε από τις γυναίκες του προκάλεσε μεγάλη θλίψη («Η έλλειψη μου σε αυτοπεποίθηση είναι τεράστια»). Δεν τα πήγαινε καλά ούτε με την οικογένειά του («δεν μου αρέσει η μητέρα μου και μου είναι ακόμα πιο οδυνηρό να ακούω τη φωνή της αδελφής μου»). Σαν απάντηση στην απομόνωσή του, μεγάλωσε ένα τεράστιο μουστάκι και έκανε βόλτες στην εξοχή κάθε μέρα. Για πολλά χρόνια, τα βιβλία του δεν πωλούσαν σχεδόν καθόλου. Στα σαράντα τέσσερα του χρόνια, η ψυχική του υγεία κλονίστηκε εντελώς. Δεν συνήλθε ποτέ και πέθανε μετά από έντεκα χρόνια. 

Ο Νίτσε πίστευε ότι το κεντρικό καθήκον της φιλοσοφίας ήταν να μας διδάξει πώς να «γίνουμε αυτό που πραγματικά είμαστε», με άλλα λόγια, πώς να ανακαλύψουμε και να είμαστε πιστοί στις μεγάλες δυνατότητές μας. 

Για το σκοπό αυτό, ανέπτυξε τέσσερις χρήσιμους άξονες σκέψης:

1. Παραδέξου ότι φθονείς! 


Ο Νίτσε αναγνώρισε πως ο φθόνος αποτελεί ένα μεγάλο κομμάτι της ζωής. Ωστόσο, διδασκόμαστε να αισθανόμαστε ντροπή για τα αισθήματα φθόνου που μας διακατέχουν. Αποτελούν ένδειξη κακίας. Γι 'αυτό και τα κρύβουμε από τον εαυτό μας και τους άλλους, τόσο πολύ, ώστε να υπάρχουν άνθρωποι που μερικές φορές θα πουν με κάθε ειλικρίνεια, ότι δεν φθονούν κανέναν.

Αυτό είναι λογικά αδύνατο, επέμεινε ο Νίτσε, ειδικά αν ζούμε στο σύγχρονο κόσμο (τον οποίο ορίζει  ως οποιαδήποτε στιγμή μετά τη Γαλλική Επανάσταση). Η μαζική καθιέρωση της δημοκρατίας μαζί με το τέλος της παλιάς φεουδαρχικής-αριστοκρατικής εποχής είχε, στα μάτια του Νίτσε, δημιουργήσει ένα τέλειο γόνιμο έδαφος για αισθήματα φθόνου, γιατί όλοι τώρα ενθαρρύνονται να αισθάνονται ότι είναι ίσοι με όλους τους άλλους. Στη φεουδαρχική εποχή, ποτέ ο δουλοπάροικος δε θα μπορούσε να αισθάνεται φθόνο για τον πρίγκιπα. Τώρα όμως ο καθένας συγκρίνει τον εαυτό με όλους τους άλλους με αποτέλεσμα να εκτίθεται σε ένα ασταθές μείγμα φιλοδοξίας και ανεπάρκειας.

Gustave Caillebotte, Paris Street; Rainy Day, 1877

Ωστόσο, δεν υπάρχει τίποτα κακό στο φθόνο, υποστήριζε ο φιλόσοφος. Αυτό που έχει σημασία είναι το πώς θα τον χειριστούμε. Μεγαλείο μπορεί να προέλθει από το να είμαστε σε θέση να διδασκόμαστε από τις κρίσεις φθόνου.  Ο Νίτσε αντιλαμβανόταν το φθόνο ως ένα συγκεχυμένο αλλά παράλληλα σημαντικό μήνυμα από το βαθύτερο εαυτό μας για το τί πραγματικά θέλουμε. Ό,τι μας προκαλεί φθόνο είναι ένα θραύσμα των πραγματικών μας δυνατοτήτων, το οποίο έχουμε αποκηρύξει και αυτό δυστυχώς λειτουργεί εις βάρος μας. Πρέπει να μάθουμε να μελετάμε το φθόνο μας προσεκτικά, κρατώντας ένα ημερολόγιο με τις στιγμές φθόνου, και στη συνέχεια μέσα από αυτά τα επεισόδια να βγάζουμε συμπεράσματα και να διαμορφώνουμε έναν καλύτερο εαυτό. 

Ο φθόνος που δεν παραδεχόμαστε καταλήγει σε, αυτό που ο Νίτσε ονομάζει, «θειούχες οσμές». Η πικρία είναι στην πραγματικότητα ασυνείδητος φθόνος. Ο Νίτσε δεν πίστευε πως πάντα καταλήγουμε να αποκτούμε αυτό που θέλουμε (η δική του ζωή άλλωστε του το είχε διδάξει αρκετά καλά αυτό). Ο ίδιος απλώς επέμεινε ότι θα πρέπει να συνειδητοποιήσουμε τις πραγματικές μας δυνατότητες, παλεύοντας έναν ηρωικό αγώνα για να τις τιμήσουμε, και μόνο τότε μπορούμε να πενθήσουμε την αποτυχία με υπεύθυνη ειλικρίνεια και αξιοπρεπή τιμιότητα.

2. Να μην είναι Χριστιανός!


Ο Νίτσε είχε πει κάποια ακραία πράγματα για τον Χριστιανισμό: «Ονομάζω το Χριστιανισμό τη μια μεγάλη κατάρα, μία εγγενή αχρειότητα... Σε ολόκληρη την Καινή Διαθήκη, υπάρχει μόνο άτομο που αξίζει σεβασμό: ο Πιλάτος, ο Ρωμαίος κυβερνήτης.»

Αυτό μόνο αποτελεί ένα μικρό κωμικό παράδειγμα, στην πραγματικότητα ο στόχος του ήταν πιο έξυπνος και ενδιαφέρον: η δυσφορία του για τον Χριστιανισμό οφείλονταν στο ότι αποτρέπει τους ανθρώπους από το φθόνο τους.

Carl Bloch, The Sermon on the Mount, 1877

Σύμφωνα με την άποψη του Νίτσε ο Χριστιανισμός προέκυψε κατά την εποχή της ύστερης Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας στο μυαλό δειλών σκλάβων, οι οποίοι δεν είχαν την ικανότητα να αρπάξουν αυτό που πραγματικά ήθελαν (ή αποδέχθηκαν το ότι είχαν αποτύχει να το αρπάξουν), και έτσι προσκολλήθηκαν σε μια φιλοσοφία που ονόμασε τη δειλία τους αρετή. Οι Χριστιανοί ήθελαν πολύ να απολαύσουν τα πραγματικά συστατικά της ικανοποίησης (θέση στον κόσμο, έρωτα, πνευματική γνώση,  δημιουργικότητα), αλλά ήταν πάρα πολύ ανίκανοι για να τα αποκτήσουν. Ως εκ τούτου, διαμόρφωσαν μια υποκριτική θρησκεία καταγγέλλοντας αυτό που στην πραγματικότητα ήθελαν, αλλά ήταν πολύ αδύναμοι να παλέψουν γι' αυτό - επαινώντας παράλληλα ό,τι δεν ήθελαν, αλλά έτυχε να έχουν. Έτσι, στο χριστιανικό αξιακό σύστημα, η αγαμία έχει μετατραπεί σε «αγνότητα», η αδυναμία έγινε «καλοσύνη», η υποταγή στους ανθρώπους μία μισητή «υπακοή» και, σύμφωνα με τη φράση του Νίτσε, «η ανικανότητα για εκδίκηση» μετατράπηκε σε «συγχώρεση»

Ο Χριστιανισμός αποτέλεσε μια τεράστια δικαιολογία για αδράνεια και έναν μηχανισμό αποστράγγισης της ζωής από το δυναμισμό της.

3. Ποτέ μην πίνεις αλκοόλ! 


Ο ίδιος ο Νίτσε έπινε μόνο νερό - και ως ειδική θεραπεία, γάλα. Άποψη του ήταν πως πρέπει και εμείς να κάνουμε το ίδιο. Δεν πρόκειται για μια μικρή, εκκεντρική διατροφική συμβουλή. Η ιδέα οδηγεί στην καρδιά της φιλοσοφίας του, όπως αυτή συμπυκνώνεται στη φράση του: «Υπήρξαν δύο μεγάλα ναρκωτικά στον ευρωπαϊκό πολιτισμό: Ο Χριστιανισμός και το αλκοόλ!»

Eduoard Manet, A Bar at the Folies-Bergère, 1882

Μισούσε το αλκοόλ για τους ίδιους ακριβώς λόγους που περιφρονούσε τον Χριστιανισμό: γιατί και τα δυο μουδιάζουν τον πόνο, και τα δύο μας διαβεβαιώνουν ότι τα πράγματα είναι εντάξει έτσι όπως είναι, αποτρέποντάς μας από τη θέληση να αλλάξουμε τη ζωή μας προς το καλύτερο. Λίγα ποτά οδηγούν σε μια παροδική αίσθηση ικανοποίησης που μπορεί να γίνει θανάσιμη παγίδα στο να λάβουμε τα αναγκαία μέτρα που θα βελτιώσουν τη ζωή μας. Δεν είναι ότι ο Νίτσε θαύμαζε την ταλαιπωρία ως αυτοσκοπό. Αλλά αναγνώρισε την καίριας σημασίας αλήθεια ότι η ανάπτυξη και η ολοκλήρωση έχουν οπωσδήποτε και οδυνηρές πτυχές: «Τί θα συμβεί αν ευχαρίστηση και τη δυσαρέσκεια ήταν τόσο δεμένα μεταξύ τους, ώστε όποιος ήθελε να έχει όσο το δυνατόν περισσότερο από το ένα πρέπει επίσης να έχει όσο το δυνατόν περισσότερο και από το άλλο. Έχετε μια επιλογή στη ζωή: Είτε όσο το δυνατόν λιγότερη δυσαρέσκεια, ανώδυνη ζωή ας την ονομάσουμε εν συντομία ή όσο το δυνατόν περισσότερη δυσαρέσκειά ως αντίτιμο μιας ζωής γεμάτη αφθονία, απολαύσεις και χαρές».

Η σκέψη του Νίτσε επανακαθορίζει την έννοια του πόνου. Αν βρίσκουμε δύσκολα τα πράγματα, αυτό δεν είναι απαραιτήτως ένα σημάδι αποτυχίας, μπορεί απλώς να αποτελεί ένδειξη για την ευγένεια και την δυσκολία των καθηκόντων που έχουμε αναλάβει.

4. «ο Θεός είναι νεκρός» 


Ο δραματικός αυτός ισχυρισμός του Νίτσε σχετικά με το τέλος του Θεού δεν είναι, όπως είναι συχνά θεωρείται, κάποιου είδους εορταστική δήλωση. Παρά τις επιφυλάξεις του σχετικά με το Χριστιανισμό, ο Νίτσε δεν πίστευε ότι το τέλος της πίστης αποτελούσε γεγονός για εορτασμό

Οι θρησκευτικές πεποιθήσεις ήταν ψευδείς, ήταν σίγουρος γι αυτό, αλλά παρατήρησε πως σε κάποιες πτυχές είναι πολύ ευεργετικές για την καλή λειτουργία της κοινωνίας. Η εγκατάλειψη της θρησκείας θα σήμαινε ότι οι άνθρωποι θα πρέπει να αφεθούν να βρουν νέους τρόπους για να εφοδιάσουν τον εαυτό τους με καθοδήγηση, παρηγοριά, ηθικές αξίες και πνευματική φιλοδοξία. Αυτό προέβλεψε θα ήταν δύσκολο.

Caspar David Friedrich, Wanderer above the Sea of Fog, 1818

Ο Νίτσε πρότεινε πως το κενό που άφησε η θρησκεία θα πρέπει ιδανικά να αναπληρωθεί από τον Πολιτισμό (φιλοσοφία, τέχνη, μουσική, λογοτεχνία): Ο πολιτισμός πρέπει να αντικαταστήσει την Αγία Γραφή.

Ωστόσο, ο Νίτσε ήταν βαθιά καχύποπτος για τον τρόπο που γινόταν ο χειρισμός του πολιτισμού στην εποχή του. Πίστευε ότι τα πανεπιστήμια σκοτώνουν τις ανθρωπιστικές επιστήμες, μετατρέποντάς τες σε ξερές ακαδημαϊκές ασκήσεις, αντί να τις χρησιμοποιούν για αυτό που πάντα προοριζόταν να είναι: οδηγοί για τη ζωή. Θαύμαζε ιδιαίτερα τον τρόπο που οι Έλληνες είχαν χρησιμοποιήσει την τραγωδία με έναν πρακτικό, θεραπευτικό τρόπο, ως μια ευκαιρία για κάθαρση και ηθική εκπαίδευση - και ευχόταν η εποχή του να γινόταν ανάλογα μεγαλόπνοη.

Κατηγορούσε το πανεπιστήμιο και τον μουσειακού τύπου πολιτισμό που λειτουργούν ως ησυχαστήριο και απομακρύνονται από τον κυρίαρχο στόχο τους που είναι η καθοδήγηση της ζωής και η ηθικοπλαστική δυνατότητα του πολιτισμού, ακριβώς τη στιγμή που ο Θάνατος του Θεού έχει κάνει αυτές τις λειτουργίες ακόμα πιο απαραίτητες.


Edvard Munch, Friedrich Nietzsche, 1906

Κάλεσε σε μια αναγέννηση, στην οποία οι άνθρωποι -που μόλις έχουν συνειδητοποιήσει την κρίση που προήλθε από το τέλος της πίστης - θα καλύψουν τα κενά που δημιουργούνται από την εξαφάνιση της θρησκείας με τη σοφία και τη θεραπευτική ομορφιά  Πολιτισμού.

Συμπέρασμα 


Για τον Νίτσε κάθε εποχή αντιμετωπίζει ιδιαίτερες ψυχολογικές προκλήσεις και είναι καθήκον του φιλοσόφου να βοηθήσει τόσο στον εντοπισμό των προκλήσεων αυτών όσο και στην αντιμετώπισή τους. 

Για τον Νίτσε, ο 19ος αιώνας, κύλισε κάτω από την επίδραση δύο εξελίξεων: της μαζικής δημοκρατίας και της αθεΐας. Η πρώτη απείλησε να εξαπολύσει χείμαρρους από αχώνευτο φθόνο και δηλητηριώδη δυσαρέσκεια, η δεύτερη να αφήσει τους ανθρώπους χωρίς καθοδήγηση ή χρηστά ήθη. 

Σε σχέση με τις δύο προκλήσεις, ο Νίτσε πρότεινε κάποιες συναρπαστικές λύσεις -από τις οποίες και η δική μας εποχή έχει κάποια ιδιαίτερα πρακτικά πράγματα να μάθει, όπως ο ίδιος πολύ θα επιθυμούσε.

Το κείμενο αποτελεί μετάφραση του άρθρου που υπάρχει στο site: The book of life.

Διαβάστε περισσότερα...

Σάββατο 2 Ιανουαρίου 2016

Alain De Botton, Ένας σύγχρονος φιλόσοφος



Ένας σύγχρονος φιλόσοφος με αξιόλογη συγγραφική πορεία είναι ο Alain De Botton. Πολλά βιβλία του κυκλοφορούν στα ελληνικά από τις εκδόσεις Πατάκη.

Λίγα πράγματα για τη ζωή του

Ο Αλέν ντε Μποτόν γεννήθηκε στη Ζυρίχη. Είναι ο γιος της Ζακλίν (το γένος Μπουργκό) και του Γκίλμπερτ ντε Μποτόν, ο οποίος γεννήθηκε στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου και εξορίστηκε μαζί με την υπόλοιπη εβραϊκή κοινότητα από τον Νάσερ. Ο Γκίλμπερτ πήγε να ζήσει και να εργαστεί στην Ελβετία όπου ίδρυσε μια επενδυτική εταιρεία, την Global Asset Management, η αξία της οποίας υπολογιζόταν το 1999 στα 234 εκατομμύρια δολάρια.

Η μητέρα του, που γεννήθηκε στην Ελβετία, ήταν Εβραία Ασκενάζι, και ο πατέρας του καταγόταν από μια εβραϊκή οικογένεια σεφαραδιτών από την πόλη Μποτόν της Καστίλλης και Λεόν της Ισπανίας. Στους προγόνους του Μποτόν ανήκει ο ραβίνος Αβραάμ ντε Μποτόν, επικεφαλής της ακαδημίας ταλμουδιστών της Θεσσαλονίκης. Η γιαγιά του Μποτόν από την πλευρά του πατέρα του ήταν η Γιολέιντ Χάρμερ, αξιωματικός των υπηρεσιών πληροφοριών του Ισραήλ. Έχει μια αδερφή, τη Μιέλ, και οι δυο τους έλαβαν κοσμική ανατροφή. Ο Αλέν πέρασε τα πρώτα δώδεκα χρόνια της ζωής του στην Ελβετία, όπου μεγάλωσε μιλώντας Γαλλικά και Γερμανικά.

Τον έστειλαν στο Dragon School, οικοτροφείο της Οξφόρδης, όπου τα αγγλικά έγιναν η πρώτη του γλώσσα. Ο ίδιος περιγράφει τον εαυτό του ως ένα ντροπαλό παιδί. Στη συνέχεια πήγε εσωτερικός στο Harrow School, άλλο φημισμένο σχολείο του Λονδίνου, πριν προχωρήσει στο κολέγιο Gonville και Caius, ένα από τα μεγαλύτερα και παλαιότερα κολέγια του Πανεπιστημίου του Κέιμπριτζ, όπου σπούδασε Ιστορία (1988-1991) και αποφοίτησε με διάκριση double starred first. Ολοκλήρωσε το μεταπτυχιακό του στο King's College του Λονδίνου (1991-1992). Ξεκίνησε το διδακτορικό του στη Γαλλική Φιλοσοφία στο Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ αλλά εγκατέλειψε την έρευνα για να γράψει βιβλία για το ευρύ κοινό.


Τα βιβλία και οι τηλεοπτικές εκπομπές του πραγματεύονται σύγχρονα θέματα τονίζοντας τη σχέση της φιλοσοφίας με την καθημερινότητα. Σε ηλικία 23 ετών, εξέδωσε τη Μικρή φιλοσοφία του έρωτα (Εκδόσεις Πατάκη 2003), η οποία πούλησε δύο εκατομμύρια αντίτυπα. Άλλα ευπώλητα βιβλία του είναι Πώς ο Προυστ μπορεί να αλλάξει τη ζωή σου (Εκδόσεις Πατάκη 2006), Περί του κοινωνικού status (Εκδόσεις Πατάκη 2005), και Η αρχιτεκτονική της ευτυχίας (Εκδόσεις Πατάκη 2007), Η τέχνη του ταξιδιού (Πατάκης 2006 ) Θρησκεία για άθεους (Πατάκης 2011) κ.α.

Τον Αύγουστο του 2008, ίδρυσε μαζί με άλλους ένα νέο εκπαιδευτικό κέντρο στο κεντρικό Λονδίνο το Σχολείο της Ζωής (The school of Life, www.theschooloflife.com).

Ο Μποτόν έχει χαρακτηρίσει τη σχέση του με τον πατέρα του δύσκολη: "Όταν πούλησα το πρώτο μου best seller -κι ένα εκατομμύριο δολάρια για τον πατέρα μου ήταν ψίχουλα- δεν εντυπωσιάστηκε καθόλου και αναρωτήθηκε τι θα κάνω στη ζωή μου". Όταν πέθανε ο πατέρας του, η οικογένειά του κληρονόμησε ένα μεγάλο καταπίστευμα αν και ο Μποτόν ισχυρίζεται ότι τα εισοδήματά του προέρχονται αποκλειστικά από δικές του δραστηριότητες (πωλήσεις βιβλίων, ομιλίες, παροχή συμβουλευτικών υπηρεσιών σε επιχειρήσεις, Το σχολείο της ζωής).

Ο ίδιος έχει δηλώσει: "Θεωρώ ότι αν είχα μια πιο προνομιακή συναισθηματικά παιδική ηλικία δεν θα είχα γίνει συγγραφέας. Το γράψιμο για εμένα είναι ένα είδος αυτοθεραπείας, είναι ένας τρόπος να βρίσκω ισορροπία και αρμονία. Η ελπίδα μου -τώρα που είμαι και εγώ πατέρας- είναι να μεγαλώσω παιδιά που δεν χρειάζεται να σκέφτονται, να διαβάζουν και να γράφουν τόσο πολύ όσο εγώ. Πιστεύω ότι η σφαίρα της διανόησης είναι μια μορφή καταφυγίου που μαρτυράει συχνά μια συναισθηματική ανισορροπία. Αν ήμουν πιο ελεύθερος στο μυαλό, μπορεί να είχα γίνει αρχιτέκτονας. Είναι το μόνο επάγγελμα που λυπάμαι που δεν έκανα. Η γραφή με βοηθά να ηρεμώ.

Μερικές από τις πιο διάσημες δηλώσεις του:
  • Τα βιβλιοπωλεία είναι ο πιο πολύτιμος προορισμός των μοναχικών ανθρώπων, δεδομένου του μεγάλου αριθμού βιβλίων που έχουν γραφτεί από συγγραφείς που δεν έβρισκαν κανέναν για να μιλήσουν.
  • Το ταξίδι, όπως και η αγάπη, εκφράζει μια απόπειρα να μετατρέψουμε το όνειρο σε πραγματικότητα.
  • Αυτό που είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον όσον αφορά το γάμο είναι ότι όλοι θέλουν να παντρευτούν.
  • Πιστεύω ακράδαντα πως δεν είναι μόνο αυτό που λες που μετράει αλλά επίσης πώς το λες. Η επιτυχία του επιχειρήματος σου εξαρτάται απόλυτα από τον τρόπο που το παρουσιάζεις.
  • Είναι πιθανό να επιδιώκει να κάνει κανείς περιουσία για όχι πιο σοβαρό λόγο από την επιθυμία να εξασφαλίσει το σεβασμό και την προσοχή ανθρώπων που διαφορετικά δεν θα τον πρόσεχαν καθόλου.
  • Ο Καντ και ο Χέγκελ ήταν ενδιαφέροντες φιλόσοφοι. Όμως είμαι στην ευχάριστη θέση να ισχυριστώ ότι ήταν επίσης φρικτοί συγγραφείς.


Διαβάστε περισσότερα...