Απόσπασμα από το βιβλίο του Jostein Gaarder,
Ο Κόσμος της Σοφίας
εκδ. Λιβάνη 1994
ΟΙ ΜΥΘΟΙ
... μια προσωρινή ισορροπία δυνάμεων ανάμεσα στο Καλό και στο Κακό...
Γεια σου, Σοφία!
Έχουμε πολλή δουλειά, γι' αυτό καλύτερα ας αρχίσουμε χωρίς καθυστέρηση.
Όταν λέμε φιλοσοφία, εννοούμε ένα νέο τρόπο σκέψης, που γεννήθηκε γύρω στα 600 προ Χριστού στην Ελλάδα. Ως τότε, μόνο οι θρησκείες ήταν αρμόδιες για ν' απαντήσουν σ' όλα αυτά τα ερωτήματα. Οι θρησκευτικές αυτές εξηγήσεις περνούσαν από γενιά σε γενιά μέσα στους μύθους.
Ο μύθος διηγείται πράξεις κι ιστορίες των θεών και προσπαθεί να εξηγήσει γιατί η ζωή είναι έτσι όπως είναι.
Στη διάρκεια των χιλιετιών, άνθισε σ' ολόκληρο τον κόσμο μια εκπληκτική ποικιλία μυθικών απαντήσεων στα φιλοσοφικά ερωτήματα. Οι Έλληνες φιλόσοφοι προσπάθησαν ν' αποδείξουν ότι οι μύθοι αυτοί δεν αποτελούσαν στερεή βάση για την ανθρώπινη σκέψη.
Για να καταλάβουμε τη σκέψη των πρώτων φιλοσόφων, πρέπει πρώτα να καταλάβουμε τι σημαίνει να βλέπει κανείς τον κόσμο με τα μάτια του μύθου. Θα πάρουμε ως παράδειγμα μερικές μυθικές κοσμοθεωρίες από τη Βόρεια Ευρώπη. Δεν είναι ανάγκη να πάμε μακριά.
Θα 'χεις σίγουρα ακουστά για τον Θορ με το σφυρί του. Πριν φτάσει ο χριστιανισμός στη Νορβηγία, οι άνθρωποι εδώ στο Βορρά πίστευαν ότι ο Θορ ταξίδευε στον ουρανό μέσα σ' ένα άρμα που το 'σερναν δυο τράγοι. Όταν χτυπούσε το σφυρί του, έπεφταν αστραπές και κεραυνοί. Η ίδια η λέξη «κεραυνός» στη γλώσσα μας σήμαινε παλαιότερα «βουή του Θορ». Στα σουηδικά, ο κεραυνός λέγεται «aska - as-aka», που σημαίνει: το ταξίδι των θεών στον ουρανό.
Όταν αστράφτει και βροντά, τότε βρέχει. Η βροχή ήταν πολύ σημαντική για τους Βίκινγκς εκείνης της εποχής. Ήταν επόμενο, λοιπόν, να τιμούν και να λατρεύουν τον Θορ ως θεό της γονιμότητας.
Επομένως, η μυθική απάντηση στο ερώτημα: «Γιατί βρέχει», ήταν: Επειδή ο Θορ σήκωσε το σφυρί του και χτύπησε. Κι όταν έβρεχε, φύτρωνε και ψήλωνε το στάρι στα χωράφια.
Στην ουσία, ήταν ανεξήγητο το γεγονός ότι τα φυτά μεγάλωναν στα χωράφια κι έδιναν καρπούς. Οι αγρότες, ωστόσο, καταλάβαιναν πως υπήρχε κάποια σχέση ανάμεσα σ' αυτό το γεγονός και τη βροχή.
Από την άλλη, όλοι πίστευαν ότι η βροχή είχε σχέση με τον Θορ. Χάρη σ' αυτή του την ιδιότητα, ο Θορ έγινε ένας από τους πιο σημαντικούς θεούς στη Βόρεια Ευρώπη.
Ο Θορ ήταν σπουδαίος και για έναν ακόμα λόγο, που είχε να κάνει με τη συνολική τάξη του κόσμου.
Οι Βίκινγκς φαντάζονταν τον κατοικημένο κόσμο σαν ένα νησί, που ήταν διαρκώς εκτεθειμένο σε διάφορους κινδύνους. Αυτό το μέρος του κόσμου το ονόμαζαν Μιντγκάρντ, που σημαίνει: το Βασίλειο που Βρίσκεται στη Μέση. Στο Μιντγκάρντ βρισκόταν επίσης και το Οσγκάρντ, η κατοικία των θεών. Δίπλα στο Μιντγκάρντ, βρισκόταν το Οντγκάρντ, το Βασίλειο που Βρίσκεται Απέξω. Εκεί κατοικούσαν οι επικίνδυνοι Γίγαντες, που διαρκώς σκαρφίζονταν τρόπους για να καταστρέψουν τον κόσμο. Τα τέρατα αυτά τα ονόμαζαν επίσης «δυνάμεις του Χάους». Στις θρησκείες του Βορρά, καθώς και στους περισσότερους από τους υπόλοιπους πολιτισμούς της γης, οι άνθρωποι είχαν την αίσθηση πως ανάμεσα στο Καλό και στο Κακό βασίλευε μια προσωρινή και εύθραυστη ισορροπία δυνάμεων.
Οι Γίγαντες μπορούσαν να καταστρέψουν το Μιντγκάρντ κλέβοντας τη θεά της γονιμότητας Φρέγια. Αν τα κατάφερναν, τότε τίποτα δε θα φύτρωνε πια στα χωράφια, κι οι γυναίκες δε θα γεννούσαν πια παιδιά. Γι' αυτό και ήταν εξαιρετικά σημαντικό για τους ανθρώπους το να μπορέσουν οι καλοί θεοί να νικήσουν τους Γίγαντες.
Και στην υπόθεση αυτή, σπουδαίο ρόλο έπαιζε ο Θορ: το σφυρί του δεν έφερνε μονάχα τη βροχή, ήταν κι ένα δυνατό όπλο στον αγώνα εναντίον των επικίνδυνων δυνάμεων του Χάους. Το σφυρί του τον έκανε ανίκητο. Μπορούσε να σημαδέψει μ' αυτό τους Γίγαντες και να τους σκοτώσει. Και δε φοβόταν μήπως το χάσει, γιατί το σφυρί ήταν ένα είδος μπούμερανγκ, που ξαναγύριζε μονάχο του στα χέρια του.
Αυτή ήταν η μυθική απάντηση στο ερώτημα: Γιατί λειτουργεί η φύση και γιατί το Καλό αγωνίζεται πάντα ενάντια στο Κακό;
Το ζήτημα, όμως, δεν ήταν μονάχα οι απαντήσεις.
Οι άνθρωποι δεν μπορούσαν να κάθονται με σταυρωμένα χέρια και να περιμένουν, ώσπου να 'ρθει η βοήθεια των θεών. Κάτι τέτοιο ήταν αδύνατο, ιδίως σε περιόδους επιδημιών ή ξηρασίας. Οι άνθρωποι έπρεπε ν' αγωνιστούν και οι ίδιοι ενάντια στο Κακό. Κι αυτό το έκαναν με διάφορες θρησκευτικές τελετές ή ιεροτελεστίες.
Η σημαντικότερη θρησκευτική τελετή του αρχαίου Βορρά ήταν η θυσία. Με τις θυσίες του, ο άνθρωπος υποστήριζε τον τιμώμενο θεό, τον βοηθούσε ν' αυξήσει τη δύναμη του. Οι άνθρωποι έπρεπε, λοιπόν, να θυσιάζουν στους θεούς, για να τους δώσουν δύναμη στον αγώνα τους εναντίον του Κακού. Για να το πετύχουν αυτό, θυσίαζαν ζώα προς τιμήν των θεών. Στον Θορ θυσίαζαν, τις περισσότερες φορές, τράγους. Στον Οντίν, ωστόσο, θυσίαζαν και ανθρώπους.
Ο πιο γνωστός μύθος της Νορβηγίας είναι ο Μύθος του Τριμ. Ο Θορ κοιμόταν, κι όταν ξύπνησε, διαπίστωσε πως είχε χάσει το σφυρί του. Θύμωσε τόσο πολύ, που τα χέρια του άρχισαν να τρέμουν, το ίδιο κι η γενειάδα του. Μαζί με τον ακόλουθο του, τον Λούκε, πήγε αμέσως στη Φρέγια και ζήτησε να δανειστεί τα φτερά της, για να στείλει τον Λούκε στο Γιοτουνχάιμεν, να δει μήπως οι Γίγαντες είχαν κλέψει το σφυρί. Έτσι κι έγινε. Ο Λούκε συνάντησε το βασιλιά των Γιγάντων, τον Τριμ, που παραδέχτηκε την κλοπή και είπε ότι είχε θάψει το σφυρί οχτώ μίλια κάτω από τη γη. Κανείς δε θα μπορούσε να το βγάλει, παρά μονάχα ο ίδιος. Αν ήθελαν πίσω το σφυρί τους, ένας τρόπος υπήρχε: να του δώσουν γυναίκα του τη Φρέγια.
Με διαβάζεις ακόμα, Σοφία; Οι καλοί θεοί έρχονται ξάφνου αντιμέτωποι μ' ένα άνευ προηγουμένου δράμα ομήρων κι εκβιασμού. Οι Γίγαντες έχουν στα χέρια τους το πιο σπουδαίο όπλο των θεών κι αυτή είναι απλούστατα μια αδιανόητη κατάσταση. Όσο οι Γίγαντες κρατούν το σφυρί του Θορ, έχουν απόλυτη εξουσία στον κόσμο των θεών και των ανθρώπων. Και για να δώσουν πίσω το σφυρί, ζητούν τη Φρέγια. Αλλά αυτή η ανταλλαγή είναι εξίσου αδιανόητη: αν οι θεοί δώσουν τη θεά της γονιμότητας -που προστατεύει τη ζωή-, τότε θα μαραθεί το χόρτο στους αγρούς, θεοί κι άνθρωποι θα πεθάνουν. Μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα, λοιπόν. Προσπάθησε να φανταστείς μια ομάδα τρομοκρατών, που απειλεί να πυροδοτήσει μια ατομική βόμβα στο κέντρο του Παρισιού ή του Λονδίνου, αν δεν ικανοποιηθούν τα αιτήματα της. Τότε θα καταλάβεις τι ακριβώς εννοώ.
Ο μύθος συνεχίζει και διηγείται την επιστροφή του Λούκε στο Οσγκάρντ. Εκεί συμβουλεύει τη Φρέγια να ντυθεί και να στολιστεί νύφη, γιατί πρέπει να παντρευτεί το βασιλιά των Γιγάντων (δυστυχώς, δυστυχώς!). Η Φρέγια θυμώνει: όλος ο κόσμος θα σκεφτεί πως κάνει σαν τρελή για τους άντρες, αν πάει και παντρευτεί ένα Γίγαντα.
Και τότε, ο θεός Χέιμνταλ συλλαμβάνει μια καταπληκτική ιδέα. Προτείνει να ντύσουν νύφη όχι τη Φρέγια αλλά τον ίδιο τον Θορ. Μπορούν να του σηκώσουν ψηλά τα μαλλιά, να του στερεώσουν πέτρες στο στήθος, να τον κάνουν να μοιάζει με γυναίκα. Ο Θορ, φυσικά, δεν ενθουσιάζεται μ' αυτή την πρόταση. Με τα πολλά, όμως, καταλαβαίνει ότι μόνο έτσι θα μπορέσουν οι θεοί να πάρουν πίσω το σφυρί. Τελικά, ο Θορ ντύνεται νύφη, κι ο Λούκε τον συνοδεύει ως παράνυφος. «Πάμε, λοιπόν, εμείς οι δυο γυναίκες στους Γίγαντες», τραγουδάει ο Λοΰκε ξεκινώντας.
Αν θέλουμε να χρησιμοποιήσουμε πιο μοντέρνες εκφράσεις, τότε μπορούμε να χαρακτηρίσουμε τον Θορ και τον Λούκε ως «κομάντος αντιτρομοκρατικής δράσης» των θεών. Ντυμένοι γυναίκες, θέλουν να τρυπώσουν στο κάστρο των Γιγάντων και να πάρουν στα χέρια τους το σφυρί του Θορ.
Φτάνουν, λοιπόν, στο Γιοτουνχάιμεν, και οι Γίγαντες ετοιμάζονται αμέσως για τη γιορτή του γάμου. Στο νυφικό τραπέζι, όμως, η νύφη -δηλαδή ο Θορ- τρώει ένα ολόκληρο βόδι κι οχτώ σολομούς. Από πάνω, πίνει και τρία βαρελάκια μπίρα. Ο Τριμ αρχίζει ν' απορεί. Παρά τρίχα να τους καταλάβουν, και να πάει στράφι όλη η αντιτρομοκρατική επιχείρηση. Την κατάσταση τη σώζει ο Λούκε, που εξηγεί στους Γίγαντες ότι η Φρέγια έχει να φάει οχτώ μέρες κι οχτώ νύχτες, από τη χαρά της που θα ερχόταν στο Γιοτουνχάιμεν.
Ο Τριμ σηκώνει το πέπλο, για να φιλήσει τη νύφη, τρομάζει όμως και πισωπατεί, όταν συναντά το σκληρό βλέμμα του Θορ. Και πάλι ο Λούκε μπαίνει στη μέση και σώζει την κατάσταση: εξηγεί ότι η νύφη έχει να κοιμηθεί οχτώ μέρες κι οχτώ νύχτες από τη χαρά της για το γάμο. Τότε, ο Τριμ προστάζει να φέρουν το σφυρί και να τ' ακουμπήσουν στην ποδιά της νύφης κατά τη διάρκεια της γαμήλιας τελετής.
Μόλις το σφυρί ακούμπησε στα γόνατα του Θορ, αυτός γέλασε με την καρδιά του. Έτσι λέει ο μύθος. Πρώτο απ' όλους σκότωσε τον Τριμ κι ύστερα όλους τους Γίγαντες του Γιοτουνχάιμεν. Κι έτσι είχε καλό τέλος αυτό το δράμα απαγωγής κι εκβιασμού. Και για μια φορά ακόμα, ο Θορ -δηλαδή ο Μπάτμαν ή ο Τζέιμς Μποντ των θεών-είχε νικήσει τις δυνάμεις του Κακού.
Αυτά λέει ο μύθος, Σοφία. Αλλά στην πραγματικότητα, τι εννοεί; Σίγουρα δε φτιάχτηκε μόνο για πλάκα. Ακόμα κι αυτός ο μύθος κάτι θέλει να εξηγήσει. Ίσως την ξηρασία.
Όταν έλειπε η βροχή, και η ξηρασία αφάνιζε τα σπαρτά, οι άνθρωποι χρειάζονταν μια εξήγηση. Μήπως έφταιγαν οι Γίγαντες, που είχαν αρπάξει πάλι το σφυρί των θεών;
Ίσως, πάλι, ο μύθος αυτός να εξηγεί την αλλαγή των εποχών: το χειμώνα, η φύση είναι νεκρή, επειδή το σφυρί του Θορ βρίσκεται φυλακισμένο στο Γιοτουνχάιμεν. Την άνοιξη, όμως, καταφέρνει και το ξαναπαίρνει στα χέρια του. Κατ' αυτό τον τρόπο, οι μύθοι προσπαθούν να εξηγήσουν στους ανθρώπους τα ακατανόητα.
Οι άνθρωποι, όμως, δεν αρκούνταν στις εξηγήσεις. Προσπαθούσαν να επέμβουν σ' αυτά τα δρώμενα, που ήταν γι' αυτούς ζήτημα ζωής και θανάτου, με τη βοήθεια θρησκευτικών τελετών, που συνδέονταν με τους μύθους. Μπορούμε, λοιπόν, να φανταστούμε ότι σε περίπτωση ξηρασίας ή κακής σοδειάς, οι άνθρωποι παρίσταναν οι ίδιοι το περιεχόμενο του μύθου. Ίσως έντυναν έναν άντρα του χωριού νύφη -με πέτρες δεμένες στο στήθος- και τον έστελναν να φέρει πίσω το σφυρί από τους Γίγαντες. Έτσι μπορούσαν κι οι άνθρωποι να κάνουν κάτι για να επισπεύσουν τον ερχομό της βροχής ή να εξασφαλίσουν μια καλύτερη σοδειά.
Όπως κι αν είχαν ακριβώς τα πράγματα, το σίγουρο είναι πως έχουμε παραδείγματα ανάλογων μύθων απ' όλα τα μέρη της γης' και σ' όλες αυτές τις περιπτώσεις, οι άνθρωποι δραματοποιούσαν ένα «μύθο εναλλαγής των εποχών», για να επισπεύδουν τις φυσικές διαδικασίες.
Ρίξαμε μια σύντομη ματιά στον μυθικό κόσμο της Βόρειας Ευρώπης. Υπήρχαν αμέτρητοι μύθοι για τον Θορ και τον Οντίν, τον Φρέι και τη Φρέγια, τον Χοντ και τον Μπάλντερ, καθώς και για πολλές πολλές άλλες θεότητες. Τέτοιοι μύθοι υπήρχαν σ' όλο τον κόσμο, πριν αρχίσουν οι φιλόσοφοι να σκαλίζουν το ζήτημα. Γιατί και οι Έλληνες είχαν μυθολογία, όταν γεννήθηκαν οι πρώτες φιλοσοφίες. Αιώνες ολόκληρους αφηγούνταν η μια γενιά στην επόμενη, τις ιστορίες και τις περιπέτειες των θεών. Στην Ελλάδα, οι θεότητες ονομάζονταν Αίας και Απόλλωνας, Ήρα και Αθηνά, Διόνυσος και Ασκληπιός, Ηρακλής και Ήφαιστος. Κι αυτοί είναι μόνο μερικοί από τους Έλληνες θεούς. Γιατί υπήρχαν πολλοί.
Στα 700 προ Χριστού περίπου, ο Όμηρος κι ο Ησίοδος έσωσαν στα έργα τους μεγάλα μέρη του ελληνικού μυθολογικού θησαυρού. Η καταγραφή αυτή άλλαξε ριζικά την κατάσταση. Γιατί μόλις οι μύθοι έγιναν χειροπιαστοί, και μπορούσε ο καθένας να τους διαβάσει, αμέσως άρχισε η συζήτηση.
Οι πρώτοι Έλληνες φιλόσοφοι επέκριναν τους ομηρικούς θεούς, επειδή έμοιαζαν πάρα πολύ με τους ανθρώπους: κι οι άνθρωποι απόρησαν που οι θεοί ήταν εγωιστές κι ασυνεπείς σαν κι αυτούς τους ίδιους. Για πρώτη φορά στην ιστορία της ανθρωπότητας ειπώθηκε καθαρά πως ίσως οι μύθοι να μην ήταν τίποτα παραπάνω από κατασκευάσματα του ανθρώπινου μυαλού.
Ένα παράδειγμα της κριτικής που άσκησαν οι Έλληνες στους μύθους, βρίσκουμε στο φιλόσοφο Ξενοφάνη, που γεννήθηκε γύρω στα 570 προ Χριστού. Οι άνθρωποι, λέει ο Ξενοφάνης, έπλασαν τους θεούς κατ' εικόνα και ομοίωση τους: «Και οι θνητοί νομίζουν ότι έτσι γεννήθηκαν οι θεοί, και είχαν φτιασιά και φωνή και όψη ίδια με τη δικιά τους... Οι Αιθίοπες φαντάζονταν τους θεούς τους μαύρους και πλακουτσομύτηδες, οι Θράκες, όμως, γαλανομάτηδες και κοκκινο-μάλληδες... Αν οι αγελάδες και τα άλογα και τα λιοντάρια είχαν κι αυτά χέρια, και μπορούσαν να ζωγραφίσουν και να φτιάξουν έργα σαν και των ανθρώπων, τότε θα έπλαθαν κι αυτά τους θεούς τους με τη δική τους όψη: οι αγελάδες θα έδιναν στους θεούς τους αγελαδινή όψη, τα άλογα αλογίσια, τα λιοντάρια λιονταρίσια...».
Την εποχή εκείνη, οι Έλληνες ζούσαν σε πόλεις-κράτη στην Ελλάδα. Ήταν η εποχή του Αποικισμού: ελληνικές αποικίες ιδρύθηκαν σε όλη τη Μικρά Ασία και τη Νότια Ιταλία. Οι σκλάβοι ασχολούνταν με όλες τις χειρωνακτικές δουλειές, και οι ελεύθεροι πολίτες είχαν το χρόνο ν' αφοσιώνονται στην πολιτική και στην καλλιτεχνία. Κάτω απ' αυτές τις ευνοϊκές συνθήκες, η ανθρώπινη σκέψη έκανε ένα άλμα προς τα εμπρός: το άτομο μπόρεσε να θέσει ερωτήματα για την οργάνωση της ανθρώπινης κοινωνίας και να πάρει στα χέρια του την ευθύνη των απαντήσεων. Μπόρεσε, ακόμα, να θέσει ερωτήματα φιλοσοφικά, χωρίς να στηρίζεται πια στους αρχαίους μύθους και στις προγονικές παραδόσεις.
Λέμε, λοιπόν, πως την εποχή εκείνη ολοκληρώθηκε το πέρασμα από τη μυθολογία σ' ένα νέο τρόπο σκέψης, στηριγμένο στην εμπειρία και τη λογική. Ο στόχος των πρώτων Ελλήνων φιλοσόφων ήταν να δώσουν φυσικές εξηγήσεις στα φυσικά φαινόμενα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου